- τυμβοφονος
- τυμβοφόνοςτυμβο-φόνος2губящий, т.е. раскапывающий могилы
(παλάμη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(παλάμη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τυμβοφόνος — ον, Α αυτός που διενεργεί σύληση τών τύμβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + φόνος (< φόνος), πρβλ. τεκνο φόνος] … Dictionary of Greek
τυμβοφόνοις — τυμβοφόνος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβοφόντης — ὁ, Α τυμβοφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] … Dictionary of Greek